29/03/2007

Παυλίνα Νάσιουτζικ - Μύκονος Μπλούζ


Αν έχετε διαβάσει το «Μαμάδες Βορείων Προαστείων» δε χρειάζεται να ξοδέψετε χρόνο για να διαβάσετε το δεύτερο βιβλίο της κυρίας Νάσιουτζικ. Αν πάλι δεν το έχετε διαβάσει, σας παραπέμπω στο Χρυσά Λογοτεχνικά Βατόμουρα 2006 - http://diavazo.blogspot.com/2007/02/8-2006-4.html.

Αν πάλι επιμένετε ότι και να γίνει να το διαβάσετε ξεκινήστε από τη μέση περίπου γιατί το πρώτο μισό

α) είναι καρμπόν του ΜΒΠ σε τέτοιο σημείο που δεν είσαι σίγουρος αν διαβάζεις το ίδιο βιβλίο για δεύτερη φορά. Μέχρι και χαρακτήρες έχει ξεσηκώσει από το πρώτο της βιβλίο η συγγραφέας όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο.

β) είναι επίσης αφιερωμένο στην παράθεση ενός συρφετού χαρακτήρων που όπως και στο ΜΒΠ ζουν μία ζωή μες στην υλική πολυτέλεια, τη συναισθηματική κενότητα, τη μίζερη ματαιοδοξία, τη σεξουαλική ασυδοσία σε συνδυασμό με την απίστευτη κακογαμία και την απέραντη ζηλοφθονία. Από αυτό τον καταιγισμό πληροφόρησης λείπει σχεδόν οποιουδήποτε είδους πλοκή ενώ είναι τόσοι πολλοί οι χαρακτήρες που παραθέτει και τόσα πολλά τα μειονεκτήματα και οι «αμαρτίες» τους που δεν μπόρεσα – ίσως γιατί δεν ήθελα- να παρακολουθήσω ποιά κακογαμημένη νεόπλουτη είναι ποιά.

Τώρα γιατί να θέλουμε να διαβάζουμε βιβλία για τη μίζερη χρηματολαγνία που ούτως ή άλλως όλοι από εμάς βλέπουμε γύρω μας – οκ ίσως όχι σε τέτοιο βαθμό αλλά μυθιστόρημα είναι, δικαιούται να υπερβάλλει λίγο –είναι άλλο ερώτημα. Εγώ σίγουρα πάσχω από μία μικρούλα δόση μαζοχισμού.

Επίσης είχα και την περιέργεια να δω πώς θα συνέχιζε η Νάσιουτζικ γιατί το ΜΒΠ ήταν πρωτότυπο τόσο σε θεματολογία όσο και στον πυκνό, βιαστικό τρόπο γραφής του.

Και καθώς πούλησε τρελά δεν μπορώ να κατηγορήσω την Νάσιουτζικ που αποφάσισε να το επαναλάβει. Άλλωστε έτσι λειτουργεί η παραγωγή των chick-flicks, των βιβλίων για γκόμενες επί το ελληνικότερον.

Αλλά ήμαρτον, δεν αντέχω άλλο τις αμέτρητηες παραπομπές σε μεγάλους συγγραφείς και πνεύματα της διανόησης με μόνο σκοπό να μας αποδείξει η συγγραφέας ότι ναι μεν, γράφει βιβλία που καταναλώνονται ευρέως σαν πασατέμπο γιατί προσφέρουν μία φτηνή τάχα μου ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα των φραγκάτων, αλλά μπορεί και καλύτερα γιατί είναι πραγματικά μία διαβασμένη ως τέκνο γνωστου λογοτέχνη.

Τέλος πάντως, ίσως πρέπει να το διαβάσετε τελικά εάν αγαπάτε να μισείτε.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από Εκδόσεις Λιβάνη

23/03/2007

Peter Carey - Theft A love story


Σχεδόν ντρέπομαι να γράφω την άποψη μου για το βιβλίο γιατί ο Κάρεϊ είναι ένας από τους λίγους πραγματικά μεγάλους της εποχής μας. Ενδεικτικά λέω πως ενώ συνήθως με απορροφά η πλοκή σε τέτοιο σημείο που διαβάζω εξαιρετικά γρήγορα, αυτό το βιβλίο το διάβασα όσο πιο αργά μπορούσα για να το απολαύσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Και δεν βαρέθηκα ούτε ένα λεπτό ενώ πολλές φορές ξεκαρδίστηκα στα γέλια.

Η πλοκή της Κλοπής - που ασχολείται με τις περιπέτειες δύο αδελφών, ενός καλλιτέχνη στα τριάντα του και του μάλλον σοβαρά αυτιστικού αδελφού του- είναι πυκνή και εντελώς απρόβλεπτη. Και με αυτό δεν εννοώ ότι ο συγγραφέας κρύβει κάποια συγκλονιστική και εύκολη έκπληξη στο μανίκι του παρά το γεγονός ότι πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ιστορία μυστηρίου, αλλά αντίθετα πως χτίζει σιγά σιγά μία συναρπαστική ιστορία.

Κάθε ιστορία έχει τόσες πλευρές όσες και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτή και σε αυτό το βιβλίο εναλλάσσονται οι διηγήσεις των δύο κύριων πρωταγωνιστών. Ο καλλιτέχνης διηγείται γεμάτος άγχος, θυμό και εξάντληση αλλά όλα τα λεφτά είναι πραγματικά οι διηγήσεις του αδελφού, ενός idiot savant για τον οποίο ισχύει απόλυτα το ρητό "Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια"

Έχοντας ζήσει μάλιστα με διάφορους καλλιτέχνες και τις μόνιμες αγωνίες τους, μάλλον συμπάσχω με τον καημένο τον Χιου.

* Διάβασα το πρωτότυπο κείμενο αλλά το βιβλίο έχει ήδη μεταφραστεί από τα Ελληνικά Γράμματα. Η δική μου έκδοση, της οποίας το εξώφυλλο έχει όμορφη εμφάνιση και συγκλονιστική αφή είναι της faber and faber

18/03/2007

David Mitchell - Black Swan Green


Για δεύτερη φορά αγόρασα βιβλίο του Mitchell γιατί μου άρεσε το εξώφυλλο και για δεύτερη φορά ξεκοκάλισα στην κυριολεξία βιβλίο του μέσα σε δύο ημέρες. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1982 - όταν οι Βρετανοί πολέμησαν για τα Φώκλαντ - και περιστρέφεται γύρω από τη ζωή ενός 12-χρονου αγοριού.

Για όσους βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Βρετανία, ή για όσους έχουν διαβάσει τα ημερολόγια του Adrian Mole η ιστορία αλλά και οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη χώρα είναι πάνω κάτω γνωστά. Εξαιρετική μουσική άφησε εποχή, πανάθλιο φαγητό που ευτυχώς τείνει να εκλείψει μετά τη διατροφική επανάσταση που θα'λεγε κανείς πως έκαναν οι Βρετανοί τη δεκαετία του '90, ξενοφοβία, θεοποίηση της Θάτσερ - ναι τη θεοποίησε την Σιδηρά Κυρία που κέρδισε τον πόλεμο η Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του '80 κι ας μετά στράφηκε εναντίον της - cul de sac και χειραφέτηση των νοικοκυρών. Το βιβλίο μάλιστα ακολουθεί πιστά την ιστορία του Mole αλλά είναι πιο "λογοτεχνικό" εάν μου επιτρέπεται ο όρος.

Ο Mitchell περιγράφει συγκλονιστικά την κουλτούρα του εκφοβισμού που επικρατούσε - και απ'ότι φαίνεται επικρατεί ακόμα - στα βρετανικά σχολεία και που ξεπερνά κάθε ελληνική φαντασία. Πραγματικά σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς τα παιδιά αυτού του λαού μεγαλώνουν και σκάνε στην άκρη του δημιουργικού κύματος του πλανήτη και πως μετά από όλα αυτά η χώρα εξακολουθεί να λειτουργεί υποδειγματικά σε σχέση με τη δική μας.

Είναι τόσο καλογραμμένο που όχι μόνο δεν βαρέθηκα ούτε στιγμή αλλά το διάβασα μέσα σε 48 ώρες.

Το βιβλίο απ'όσο γνωρίζω δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά και απορώ ποιος θα καταφέρει να αποδώσει σωστά την εφηβική - και όχι μόνο- αργκό που χρησιμοποιούν οι μαγκιόροι μπόμπιρες του βιβλίου.

* Διάβασα την paperback έκδοση της Sceptre. Το εξώφυλλο είναι δημιουργία των Kai and Sunny που υποψιάζομαι πως ευθύνονται και γι'αυτό της έκδοσης του Cloud Atlas. Πρέπει να το τσεκάρω γιατί το τελευταίο βρίσκεται ακόμη σε μία από τις κούτες της -όχι και τόσο- πρόσφατης μετακόμισης.

12/03/2007

Ελλάς Η σύγχρονη συνέχεια - Θάνος Βερέμης & Γιάννης Κολιόπουλος

Αν και μόλις άρχισα να το διαβάζω, ήδη απορώ γιατί δεν διδάσκεται στα σχολεία της χώρας μας αντί για τα διάφορα αμφιλεγόμενα βιβλία ιστορίας που οι κυβερνώντες παραγγέλνουν κάθε τόσο.

Σε αντίθεση με τους συγγραφείς του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού για το οποίο γίνεται τόσος ντόρος, οι Βερέμης και Κολιόπουλος - και ιδίως ο πρώτος - είναι πασίγνωστοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τα βιβλία τους μάλιστα τα διαβάζουν σχεδόν υποχρεωτκά όλοι όσοι ασχολούνται με την ελληνική ιστορία στα πανεπιστήμια του εξωτερικού και, θέλω να ελπίζω, του εσωτερικού.

Επιπλέον, το "Ελλάς.... " είναι πιο κατανοητό για ένα παιδί 11-12 ετών από αυτό που μόλις εισήγαγαν στην τελευταία τάξη της πρωτοβάθμιας και πραγματεύεται αμφιλεγόμενα θέματα με φυσικότητα και χωρίς δογματισμούς.

Μέχρι το σημείο που έφτασα, ιδιαίτερα μου άρεσε ο όρος Ελληνοφωνία - πώς λέμε francophonie- και οι σχετικές αναφορές. Επίσης ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικό σε ότι αφορά την βυζαντινή ιδεολογική κληρονομιά αλλά και στην ανάδειξη των ηγετικών ομάδων των Ελλήνων τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Θα διαφώτιζε πολλά παιδάκια του δημοτικού σε χρόνο ρεκόρ.

Ισμαήλ Κανταρέ - Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες

Από τον τίτλο ακόμα ο μέσος Έλληνας θα φέρει στο μυαλό του το θρύλο του Γιοφυριού της Άρτας και αναπόφευκτα, μια και ο Κανταρέ είναι τόσο κοντινός γείτονας – θεωρείται ο μεγαλύτερος αλβανός συγγραφέας- το «δικό μας» γιοφύρι κάπου κάνει την εμφάνισή του και συνδέεται με το δικό του και μέσω αυτού με έναν αλβανικό μύθο.

Την κατασκευή του γεφυριού του Κανταρέ – που όπως και το δικό μας χρειάζεται μία θυσία για να στεριώσει- και την επίδρασή του στη ζωή του χωριού που το φιλοξενεί, περιγράφει ένας αλβανός χριστιανός καλόγερος του 14ου αιώνα.


Ο μύθος που έπλασε ο Κανταρέ πάντως για πρώτη φορά κατάφερε να μου μεταφέρει την αγωνία που μπορεί να αισθάνονταν οι καθημερινοί άνθρωποι των Βαλκανίων, των προπυλαίων δηλαδή της Ευρώπης, βλέποντας την αναπόφευκτη επιβολή των Οθωμανών, της θρησκείας και της κουλτούρας τους να πλησιάζει.

Με βούτηξε προσωρινά στην καθημερινή ζωή της Χερσονήσου της εποχής και αναγνώρισα ένα παρελθόν από το οποίο μπορεί να έχουν βγει και οι δικοί μου άνθρωποι.

Με γύρισε επίσης στα λαϊκά παραμύθια που διάβαζα μικρή αλλά και σε αυτά που μου διηγιόταν η γιαγιά μου, σε έναν παραμυθόκοσμο που δεν απέχει και τόσο πολύ από αυτόν της Βόρειας, τουλάχιστον, Ελλάδας πριν από δύο-τρεις δεκαετίες. Αυτό μάλλον είναι φυσιολογικό μιάς και οι δύο λαοί γειτονεύουν και συνυπάρχουν από τους αρχαίους χρόνους. Αυτό που μάλλον δεν είναι φυσιολογικό είναι πως εγώ για πρώτη φορά διάβασα βιβλίο συγγραφέα από τη γείτονα και έτσι απέκτησα για πρώτη φορά μία εικόνα για το πώς μπορεί να βλέπουν τον εαυτό τους και την ιστορία τους οι διπλανοί.

Από το μυθιστόρημα του Κανταρέ απουσιάζει η προγονολατρεία – ουφ - ενώ την ίδια στιγμή νιώθεις πως πραγματικά διαβάζεις τη δουλειά ενός μεγάλου. Το συστήνω ανεπιφύλακτα εκτός και αν είστε φανατικοί Ελληνάρες που δεν μπορείτε να διαβάσετε κανένα λογοτεχνικό έργο με κατεβασμένες τις κεραίες ανίχνευσης όσων δεν συμφωνούν απολύτως με όσα κολλυβογράμματα μάθαμε στο σχολείο.


Απόσπασμα:

Και στ’ αλήθεια, κατά κάποιο τρόπο, έτσι ήταν. Ο Τούρκος δεν τους είχε πειράξει. Τίποτα δεν άλλαξε, εκτός βέβαια από μία λεπτομέρεια που φαινόταν ασήμαντη, ανάξια λόγου. Αφορούσε την ημερομηνία που είχαν αυτές οι επιστολές. Δεν είχαν την ημερομηνία του έτους 1379 αλλά – κι αυτό ήταν μία από τις σπάνιες απαιτήσεις των Οθωμανών – του έτους 757 της Εγίρας.
Οι δύστυχοι. Είχαν πάει πίσω έξι ολόκληρους αιώνες και γελούσαν και αστειεύονταν. Τι φρίκη!


* Η πολύ όμορφη έκδοση που έχω είναι του Εικοστού Πρώτου